- πυρηνωδης
- πυρηνώδηςπῡρην-ώδης2косточковый
(καρπός Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(καρπός Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυρηνώδης — ες / πυρηνώδης, ῶδες, ΝΑ [πυρήν, ῆνος] ο όμοιος με πυρήνα καρπού, πυρηνοείδής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρηνώδες βοτ. άλλη ονομασία για το πυρηνοειδές αρχ. 1. μτφ. (για τα μάτια) άχαρος («πυρηνώδεις οφθαλμοί», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
πυρηνώδη — πυρηνώδης like a fruit stone neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυρηνώδης like a fruit stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυρηνώδης like a fruit stone masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρηνώδεις — πυρηνώδης like a fruit stone masc/fem acc pl πυρηνώδης like a fruit stone masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρηνωδῶν — πυρηνώδης like a fruit stone masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek